America in a Trance

Living in Pennsylvania and traveling through the cities and towns, long before I picked up a camera, helped me shape my perception of what America is, or isn’t.

In 2015 I started working on America in a Trance as I traveled across the state of Pennsylvania, a once prosperous and vibrant region where the notion of small-town values and sustainable small businesses thrived under the sheltered wings of American Industry. A mode to promote American values, industrialism provided a place where immigrants from tattered European countries crossed the Atlantic for a better future. As an immigrant and naturalized citizen myself, I had always perceived the U.S. differently, mostly from the Hollywood experience and the adventures of “Harley Davidson and the Marlboro Man”. The transition from Athens to New York City to Pennsylvania proved to be an invaluable experience, an education about America and its traditions, values, but also its concerns.

This project is an observation of the fading American dream so typified in the northeastern Pennsylvania landscape but widespread across the United States. My subject choices derive from intuition and the desire to explore the unknown and rediscover the familiar. Through form, light, and color, I let the work develop organically, and become a commentary of place but also of self. I am not interested in how things look, but mostly on how things feel, with the hues and light playing the role of a constituent of hope. The work is a product of love, for both the state and country I have called home for the last two decades. While my interest is not in the depiction of desolation, at times it becomes necessary to the narrative. I search for images that reflect, question, and interpret life in the towns and cities across the Keystone State, and the yearning for survival. My interest is in the vernacular and the inconsequential, that which becomes metaphorical and a connotation to a personal visual anthology for the photographer but also for the viewer.

Το America in a Trance του Νίκου Γ. Καλλιανιώτη συνιστά μια έκπληξη καθώς προέρχεται από την παράδοση της φωτογραφίας δρόμου, της οποίας έχει προαναγγελθεί η συρρίκνωση. Πρόκειται για μια περιπλάνηση στην άγνωστη Πενσυλβανία, μια ματιά στην αθέατη πίσω αυλή της Αμερικής, τον ιστό της οποίας διαρρηγνύει δραστικά η μετα-βιομηχανική, πολυεθνική οικονομία. Το βλέμμα του συλλαμβάνει άδειες βιτρίνες, κλειστά καταστήματα και αποθήκες, σειρές όμοιων κατοικιών. Ακόμη, μοναχικές φιγούρες σε έρημους δρόμους, απόμακρες αρκετά ώστε να δείχνουν αμέτοχες. Οι ζωές τους μοιάζουν πιασμένες σε αιχμηρές σκιές και γραμμές καλωδίων, ανάμεσα σε μια λαμπερή εξωτερική όψη και μια πιο σκοτεινή καθημερινότητα.

Χαρακτηριστική στο έργο του είναι η σχολαστική μελέτη της, συχνά ανώνυμης, γλώσσας του δρόμου (αφίσες, βιτρίνες, γκραφίτι, πινακίδες), που εξελίσσει το νήμα του vernacular που ύφανε λεπτά ο Walker Evans στη μεσοπολεμική Αμερική, ο Lee Friedlander και ο William Eggleston από τα χρόνια του ’60, αργότερα ο Stephen Shore και άλλοι σπουδαίοι φωτογράφοι, που διέκριναν στο τοπικό ιδίωμα τον σφυγμό και την ψυχή της κοινωνίας. Τις φωτογραφίες του διακρίνει η ακριβής διαχείριση της φόρμας και του χρώματος που χτίζουν τον σκελετό της εικόνας, καθώς και καίριες συχνά λεπτομέρειες που κεντούν επιμέρους σημεία. Φωτογραφίζοντας συχνά απογεύματα, ευνοεί το πλάγιο φως που χρυσαφίζει, σαν μια νότα χαρμόσυνη ή μια υπόγεια μεταφορά για μια πιθανή δύση της Δύσης.

Πρόκειται για μια φωτογραφία δρόμου συνειδητά εκκενωμένη από δράση, χωρίς τη νευρώδη ζωντάνια του στιγμιότυπου, που προσπαθεί να αγγίξει την ανησυχητική αλήθεια μιας κοινωνίας σε μετάλλαξη. Συχνά, μάλιστα, καθόλου τυχαία αφήνει να αναδυθούν μπροστά του εμπόδια της όρασης: κύκνοι, αγάλματα Ελευθερίας, ότι διακοσμεί τον μικρόκοσμο του αμερικανικού κήπου. Οι εικόνες του διατρέχουν πλάγια την προεκλογική εκστρατεία του 2016, τον κενό δημόσιο χώρο, τα στιβαρά εθνικά σύμβολα. Η δυσοίωνη ματιά του Καλλιανιώτη, όμως, υποκρύπτει επίσης μελαγχολική τρυφερότητα. Ίσως αυτή να έχει τη ρίζα της σε προσωπικά βιώματα: το ότι βρέθηκε δηλαδή μικρός στον αόριστο και αόρατο χώρο ανάμεσα σε δυο πατρίδες, ακατανόητα οικείες και ανοίκειες από μια στιγμή και μετά και οι δυο. Εδώ ακριβώς ίσως συναιρούνται στο έργο του το προσωπικό στοιχείο με την αναζήτηση για το συλλογικό και το κοινωνικό. Ο Frank Zappa, όμως, αυτός ο αντισυμβατικός Αμερικανός καλλιτέχνης, ήταν αυτός που υπογράμμισε πως καθετί βαθιά προσωπικό, γίνεται τελικά οικουμενικό. Ηρακλής Παπαϊωάννου